- θησαυριστικός
- θησαυριστικός, -ή, -όν (Α) [θησαυριστής]αυτός που έχει τη συνήθεια να αποταμιεύει, αποταμιευτικός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θησαυριστικός — accustomed to lay up in store masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θησαυριστικά — θησαυριστικός accustomed to lay up in store neut nom/voc/acc pl θησαυριστικά̱ , θησαυριστικός accustomed to lay up in store fem nom/voc/acc dual θησαυριστικά̱ , θησαυριστικός accustomed to lay up in store fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θησαυριστικούς — θησαυριστικός accustomed to lay up in store masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θησαυρικός — θησαυρικός, ή, όν (Α) [θησαυρός] 1. θησαυριστικός, αποταμιευτικός, αυτός που έχει τη συνήθεια να αποταμιεύει 2. ο αναφερόμενος στον θησαυρό, δηλαδή στη δημόσια αποθήκη σιτηρών 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ θησαυρικόν φόρος για την αποθήκευση σιταριού στη … Dictionary of Greek